Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Το Λυντσάρισμα

Το λυντσάρισμα έχει βαθιά ιστορία μέσα στο χρόνο. Οι ρίζες του πάνε πολύ μακριά πίσω στις απαρχές μας. Εμφανίζεται μάλιστα ταυτόχρονα με την ύπαρξή μας στον πλανήτη, και αυτό οδηγεί σε ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές αναζητήσεις και απαντήσεις. Υπάρχει δε με την ίδια ένταση και αγριότητα της πρωτογέννησής του ακόμα και σήμερα, αδιάφορο των μεταγενέστερων χρόνων και την πρόοδο στον πολιτισμό και στην επιστήμη, αδιάφορο από την εμφάνιση της δημοκρατίας και το ειρηνικό επίπεδο που κατακτούν οι λαοί στο διάβα τους. Κι αυτό κάτι μιλάει και λέει, τα ουσιαστικότερα δηλαδή περί κανόνων και δικαίου, που όμως όσοι βρίσκονται από την άλλη μεριά των γεγονότων, δεν το ακούνε, δεν το βλέπουν και δεν το καταλαβαίνουν. Δείχνει την αδάμαστη φυσική προέλευση των ενστίκτων, που με τον ένα ή άλλο τρόπο η ζωή έχει ενσταλάξει στα όντα της, για να μπορέσει να τα διατηρήσει. Έτσι, όταν κινδυνεύει η δημοκρατία και οι θεσμοί της δεν λειτουργούν από ομάδες ή συμμορίες εξουσίας, που είτε την έχουν καταλάβει παράνομα, είτε την έχουν καταλάβει με ψέματα υποσχεσιολογίες και απάτες, είτε την επιβουλεύονται και την καταργούν, τότε αυτή καλεί σε εγρήγορση τον εαυτό της και χρησιμοποιεί κάθε μέσω, ακόμα και πρωτόγονο προκειμένου να επιβιώσει και να σωθεί από την απειλή. Χρησιμοποιεί μια καθαρή αντιβία αμυνομένου. Δεν είναι λοιπόν φαινόμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά για πρώτη φορά προχθές στην βουλή των ελλήνων και έγινε τόσος υποκριτικός ντόρος από τους αδίστακτους καριερίστες, γιατί αυτός είναι ο σωστός όρος που πρέπει να χρησιμοποιούμε για την ουσία αυτού που λέμε και ονομάζουμε έλληνα βουλευτή φίλε συμπολίτη, του πιο επικίνδυνου τύπου ανθρώπου στον τόπο μας, όπως τουλάχιστον το εκτρωματικό αυτό μοντέλο αναπτύχθηκε για πενηνταετίες στην ελλάδα, που μέχρι δοσίλογοι κατ εξακολούθηση και κατά πλήρη μάλιστα συνείδηση καταντάνε να γίνονται, χοντρόπετσοι και αναίσθητοι προς τους πολίτες γύρο τους, προκειμένου να διατηρήσουν αυτή την αναθεματισμένη έδρα. Γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι είναι τόσο ηλίθιοι να μην καταλαβαίνουν τι κάνουν.

Το λυντσάρισμα σημαίνει ότι ένα κράτος έχει καταργήσει τους νόμους του τελείως. Γραφτούς και άγραφτους. Αυτό προϋποθέτει. Αλλιώς δεν υπάρχει λυντσάρισμα. Ότι έχει διαλύσει τα πάντα. Ότι έχει καταλύσει το αυτονόητο. Ότι δεν λειτουργεί τίποτα. Θέτει δηλαδή μέσα του απαιτητικά, αυτή την προϋπόθεση. Αλλιώς δεν γεννιέται αυτή η απόγνωση. Δεν εμφανίζεται ποτέ από το πουθενά και αναίτια. Δεν υπάρχει καν στη σκέψη κάτι τέτοιο. Πόσο μάλλον αυτή να το κάνει πράξη. Δεν έχει λυντσάρει ποτέ και πουθενά για ψήλου πήδημα κανένας. Ένας λαός, μια ομάδα ανθρώπων, ένα μεμονωμένο άτομο. Μόνο όπου δεν υπάρχει ελπίδα υπάρχει λυντσάρισμα.

Το όν μας μέσα στα πάμπολλα λάθη του, διατηρεί μια σοφία. Διατηρεί ένα φυσικό ενστικτώδη σεβασμό προς το είδος του, έξω από μας και την λογική μας. Δεν καταστρέφει τον εαυτό του στην αντανάκλαση του, στον άλλο άνθρωπο. Ασφαλίζεται από τη φύση με ένα έσχατο και άβατο όριο συγκράτησης πριν αποφασίσει να διαβεί αυτό το έσχατο. Δεν σκοτώνει εύκολα. Πρέπει να ξεφύγουν τελείως τα πολιτικά πράγματα, από όλους τους κανόνες, από όλα τα ατομικά και κοινωνικά συμβόλαια, από όλες τις συμφωνίες της κοινωνίας και των πολιτών μεταξύ τους, για να αποφασίσει ένας λαός ή μια ομάδα κατοίκων να λυντσάρει κάποιον μαζικό εγκληματία, προκειμένου να προστατευθεί από αυτόν ουσιαστικά, αλλά και συμβολικά και παραδειγματικά ταυτόχρονα για τους υπόλοιπους επερχόμενους φερέλπιδες δοσιλόγους, όπως στην περίπτωσή μας.

Αυτό είναι μόνο το ύστατο εφόδιο μιας κοινωνίας, να προστατεύσει τον εαυτόν της από το δικό της λυντσάρισμα, από τον δικό της διωγμό, από την δική της εξαπάτηση, την δική της οικονομική και κοινωνική γενοκτονία, όταν η δικαιοσύνη γίνεται και αυτή δοσίλογος και συμπαρατάσσεται με τις κομματικές ηγεσίες και τα ξένα και ντόπια συμφέροντα πάλι και πάλι, καταδικάζοντας σε άλλες εποχές για να μην ξεχνάμε, σε ποινές δις και τρις εις θάνατο αθώους πολίτες και πατριώτες που αντιστέκονταν στους Γερμανούς. Γιαυτό έχει χάσει ολοσχερώς τον σεβασμό των πολιτών, και ας λένε το αντίθετο από φόβο δημόσια. Όταν η δικαιοσύνη συνεννοείται με την αστυνομία, τους πολιτικούς και τους επί κεφαλής κεφαλαιοκράτες που δίνουν τις διαταγές, να αφήσουν τον Χριστοφοράκο και τον Καραβέλα να φύγουν σαν κύριοι και με την συνοδεία της αστυνομίας για προστασία τους από πάνω, φυσικά πρέπει να τρέμουν. Αλλιώς δεν θα υπήρχε ζωή και ελπίδα στις κοινωνίες των ανθρώπων.

Για όσους συνεχίζουν να μελετούν και να σκέφτονται ακόμη, θα γνωρίζουν καλώς ότι αυτό είναι το έσχατο μέσο, το τελευταίο των τελευταίων πριν αποφασίσει να υπερασπίσει έτσι απεγνωσμένα τον εαυτό της μια κοινωνία. Να διατηρήσει την φυσική της ύπαρξή τουλάχιστον, εάν δεν μπορεί να επαναστατήσει διαφορετικά. Δείτε πόσες πληροφορίες και γεγονότα διαβάζουμε κάθε τόσο στα ΜΜΕ για χώρες της λατινικής Αμερικής και άλλων ηπείρων, όπου οι κάτοικοι αναγκάζονται να λυντσάρουν επίορκους αστυνομικούς εμπόρους ναρκωτικών, στις φτωχογειτονιές των τενεκεδουπόλεων. Όταν διεφθαρμένα δικαστήρια δεν προστατεύουν τους κατοίκους, αλλά αντίθετα τους μεγαλεμπόρους ναρκωτικών ή τους μεγαλοτραπεζίτες ναρκωτικών στις μέρες μας. Λυντσάρισμα σημαίνει ότι προηγουμένως έχει προκλητικά καταργηθεί ακόμη και στοιχειωδώς, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία σε μια χώρα. Ότι κυβερνάνε ανδρείκελα κρυμμένα πίσω από τύπους και πρωτόκολλα δημοκρατικοφανή, η όταν υπάρχει απροκάλυπτη δικτατορία. Το έγκλημα πρέπει έχει καταλύσει τα πάντα. Αλλιώς δεν συμβαίνουν λυντσαρίσματα. Δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα.

Σας πληροφορώ δε κύριοι επαγγελματίες λασπολόγοι που κάνετε τον έξυπνο στο λαό, εσείς κύριοι λαλίστατοι υπερασπιστές της καταπάτησης όλων των εργασιακών δικαιωμάτων του λαού από τα μικρόφωνά σας, σε αυτά τα σκοτεινά μνημονιακά χρόνια που συντελούνται τρανταχτά οικονομικά εγκλήματα στη χώρα, και εσείς χωρίς τσίπα τα προπαγανδίζετε και τα χειροκροτείτε, ότι δεν είστε έξω από το παιχνίδι της τύχης, ότι ο καθένας από σας κινδυνεύει να καταφύγει και να χρησιμοποιήσει ο ίδιος αλλόφρων αυτά τα λυντσαρίσματα για να αμυνθεί, αν ξαφνικά βρεθεί στην άλλη θέση, αν τον αδικούνε διαρκώς και αδιάκοπα οι κυβερνήσεις με τα καλλίτερα πρωτοπαλίκαρά τους τους δικαστές και τη δικαιοσύνη.

Στο λυντσάρισμα κύριοι πολιτικοί και κύριοι λοιποί, μπορεί να καταφύγει κανείς ατομικά και συλλογικά από την απόλυτη αδικία που τον διαλύει και τον πνίγει, ακόμα κι αν το έχει αποκλείσει στις ψύχραιμες και συγκροτημένες στιγμές τους. Στο λυντσάρισμα καταφεύγει ο απελπισμένος λαός ή άνθρωπος. Είναι καταφύγιο του δικαίου. Είναι μέρος της ζωής μας κύριοι επαγγελματίες της εξουσίας. Αυτό δείχνουν τα πράγματα διαχρονικά. Ευτυχώς που γίνεται σπάνια. Όμως υπάρχει σαν απειλή όταν εσείς δεν κάνετε καλά τη δουλειά σας. Όταν οι δικαστικοί δεν αποδίδουν δικαιοσύνη. Το αποκούμπι του λαού που λένε. Μετά από αυτούς ως τελική ελπίδα, όλα είναι δυνατά, όλα πιθανά. Γιατί αυτό το ον έχει όρια αντοχής. Και το λυντσάρισμα είναι το καταφύγιό του πριν αυτοκτονήσει.

Όποιος στραγγαλίζει τους ανθρώπους, την ελευθερία τους και το δίκιο τους, όποια πολιτική ή άλλος μηχανισμός ή μεθόδευση βάζει βρόχο οικονομικό στο λαιμό τους και κατεδαφίζει την ύπαρξη τους, την οικογένεια τους, το σπίτι τους, το χωριό τους, την πόλη τους, την χώρα τους και η δικαιοσύνη τον απαλλάσσει, να ξέρει πως θα είναι οιονεί υποψήφιος για νέμεση χωρίς όρους και όρια από την οργή του λαού. Να ξέρει ότι το λυντσάρισμα θα τον περιμένει στη γωνιά του δρόμου.

Τέλος σε ότι με αφορά κύριε δημοσιογράφε, μεγάλε συκοφάντη της ζωής μου, ανακάλυψα προσφάτως πως βλέπω όλο και συχνότερα στον ύπνο μου απίστευτα λυντσαρίσματα με την αφεντιάς σας, τα οποία καταευχαριστιέμαι μάλιστα. Και μονο τότε ξυπνάω καλοδιάθετος. Ξυπνάω με ελπίδα πάλι για τη ζωή, νομίζοντας προς στιγμήν πως δε υπάρχετε εσείς, πως σας λυντσάρισα στον ύπνο μου και γλύτωσα από σας, πως πέθανε το κακό. Καταλαβαίνετε που με έχετε φτάσει. Μάλιστα δεν είμαι ποτέ μόνος μου λέει, αλλά μιλιούνια κόσμου δίπλα μου που βαράνε στα τυφλά και αλόγιστα όπως και εγώ όποιον δυνάστη αναγνωρίζουν. Όνειρα με συγκεκριμένα άτομα και πρόσωπα, που είδα λίγο πριν πάω για ύπνο στην τηλεόραση, που με εξουθένωναν, με ενέπαιζαν, με έπνιγαν και με τρομοκρατούσαν με τα λεγόμενά τους στο ξύπνιο μου. Με αυτούς τους εφιάλτες ζω και κοιμάμαι. Χωρίς το αντίδοτο του λυντσαρίσματος δεν κλείνω μάτι. Ιδίως αυτούς τους πονηρούς σοφιστές, που κάθε τόσο μου πετάνε, δηλαδή θα μας απαγορεύσεις να μιλάμε; να μου λένε κατάμουτρα πως θα με τσακίσουν ακόμη περισσότερο με τους φίλους τους τα αφεντικά τους. Αλλά ανακάλυψα πως τα όνειρά μου με τα λυντσαρίσματα που κάνω, δεν είναι και τόσο όνειρα τελικά αφού δεν τα κάνω μόνο εγώ. Πάνω σε συζήτηση με φίλους για το τι μου συμβαίνει, άρχισαν να γελάνε και να ξεκαρδίζονται μαζί μου, θεωρώντας με πρωτάρη, λέγοντάς μου ότι, τώρα το πήρες είδηση εσύ, όλη η γειτονιά αυτό κάνει κάθε βράδυ. Αμέσως ένιωσα καλλίτερα για τι μου αποκάλυψαν ότι όλος ο λαός τους λυντσάρει κάθε βράδυ. Και εγώ νόμιζα ότι το χαιρόμουν μόνος μου ο αφελής.

Υ.Γ Όσο για τα ΄΄ λυντσαρίσματα ΄΄ της χ.α,
που τα μιμείται για να τα κατασυκοφαντήσει,
κάνοντας οργανωμένα αλήτικα υποκοσμικά πογκρόμ,
σε τελείως μα τελείως ανυπεράσπιστους ανθρώπους,
τα άφησα για ένα άλλο κεφάλαιο εδώ στο blog προσεχώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: