Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Παραμιλώντας

Στην εποχή μου οι σοβαροί άνθρωποι παραμιλούσαν.

Μόνο αυτοί είχαν καταλάβει.

Οι άλλοι δεν μπορούσαν να δουν γύρο τους

τι είχε συμβεί.

Έβγαζαν κραυγές έκπληξης όλη τη μέρα

για τους νεκρούς

αλλά το σούρουπο είχαν κιόλας συνηθίσει.

Το έβλεπαν κι αυτό φυσιολογικό

όπως και τα χτεσινά πτώματα.

Και ξεκινούσαν για τη βραδινή βόλτα.

Ήταν πολύ προοδευτικοί όλοι τους.

Δανείζονταν και γλεντούσαν,

γλεντούσαν και δανείζονταν.
·

Ένας περαματάρης έπαιρνε το κακό την νύχτα

και το περνούσε κρυφά απέναντι στην άλλη όχθη

με τους ανθρώπους.

Χνώτευε και ρουθούνιζε την αρρώστια

στους δρόμους της πόλης,

κάλπαζε και ποδοβολούσε τον τρόμο κάθε βράδυ.

Οι νοικοκυραίοι κλείδωναν διπλά τις πόρτες

και σβήναν τα φώτα να τους προσπεράσει.

Με κλειστά μάτια, χωρίς ανάσα και θόρυβο.

Και πριν χαράξει ο λιγδωμένος βαρκάρης,

γύριζε βιαστικά το κακό στον τόπο του,

στη γη των στοιχημάτων.

Μια καταχνιά μόνιμη βάραινε την πόλη.

Η χώρα δεν γελούσε.

Οι άνθρωποι πίναν κρασιά για να αντέξουν.

Όλοι ξέρανε πως το μαρτύριο αυτό

δεν θα τελειώσει ποτέ.

Γιατί δεν μπορούσαμε να το σταματήσουμε.
·

Σαν μουγγοί και κουφοί,

συζητούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους όλη μέρα,

σε μια απέραντη εθνική παρέα.

Αμέριμνοι ξόδευαν τα λόγια τους,

που διαλύονταν σαν κουρελιασμένα σύννεφα

στην ατμόσφαιρα.

Χάνονταν την ίδια στιγμή σαν να μην υπήρξαν καθόλου,

χάνονταν σαν ένα όνειρο που δεν θυμήθηκες ποτέ.

Γιατί εμείς δεν κάναμε τίποτα να τα κρατήσουμε,

μέσα στην ομίχλη μιας λαμπερής ευημερίας,

που δεν καταλάβαμε ποτέ από πού ερχόταν,

που δεν γεννούσε ο μόχθος μας.

Δανείζονταν και γλεντούσαν,

γλεντούσαν και δανείζονταν.
·

Αυτοί που παραμιλούσαν μας έλεγαν

πως δεν είχαμε οδηγητή.

Χωρίς τους καλλίτερους από μας

ήμασταν χαμένοι λέγαν.

Μας ορμήνευαν όμως εμείς δεν ακούγαμε.

Τον είχαμε στείλει εξορία.

Στη θέση του φέραμε ένα λογιστή

να λύσει τα βάσανα της ψυχής μας.

Και τότε διαλυθήκαμε όπως διαβάζανε αργότερα

στις άλλες πόλεις,

σαν την Πομπηία από τον Βεζούβιο τον λογιστή,

τον διαχειριστή που τίναξε στον αέρα τη ζωής μας.


*Επόμενη ανάρτηση 1η αυγούστου

5 σχόλια:

tiktos είπε...

"που δεν γεννούσε ο μόχθος μας.

Δανείζονταν και γλεντούσαν,

γλεντούσαν και δανείζονταν."


ΚΥΡΙΕ ΝΕΦΕΣΤΟΡΑ
τι σχόλιο να κάνει κανείς πάνω σ' αυτό,που είναι το κλειδί της όλης κατάντιας μας από την ίδρυση του κράτους (πεταλούδα)

Ανώνυμος είπε...

( ΤΊΚΤΟ, σου απαντώ ως ανώνυμος γιατί κάτι συνέβη με τον κωδικό μου και δεν τον δέχεται. Ελπίζω να μην είναι τίποτα λογοκρτιτικό.)


Ευτυχώς που μερικοί συμφωνούμε κριτικά στα σημαντικότερα θέματα.

Χωρίς ΄ αλλά ΄ και αντιρρήσεις.

Είναι μια παρηγοριά, ένα μικρό βήμα μέσα στο χάος της ατομοκεντρικής αντίληψης που κατακλύζει τους έλληνες.

Ας ελπίσουμε πως κάτι θα γίνει.

ΥΓ

Διάβασα το πεταλούδα και μου άρεσε τόσο το στυλ όσο και το νόημα.

Nefestoras είπε...

Δοκιμή

OXΙά είπε...

Ποίημα!
Καλησπέρα

Nefestoras είπε...

Οχιά,


Έυχαριστώ.